19η ΜΑΙΟΥ. ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Η Καμπάνα του Πόντου. Video. Μέρος 3

Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ: “Ν' αϊλί εμέν... εχ' κι έρχουνταν... Ν' αϊλί εμέν... εφάνθαν”


(Επιμέλεια video:  Σαββίδου Λένα για την Εύξεινο Λέσχη Τρικάλων και το Thalassa Karadeniz) 


Το δεύτερο μέρος από την δισκογραφική μεταφορά του ποιήματος του Φίλωνα Κτενίδη "Η Καμπάνα του Πόντου". Περιλαμβάνει μέρος του δευτέρου και του τρίτου κεφαλαίου.
Πάνω από την Τραπεζούντα ο ουρανός παίρνει φωτιά και χαμηλώνει κάτω, ο αγέρας πυκνώνει και γίνεται σκοτάδι , όλος ο τόπος γεμίζει μυρωδιά από θυμίαμα και λιβάνι και απ άκρη σ άκρη ξεσηκώνεται βοή από το κλάμα, τις κατάρες για τους υπαίτιους της συμφοράς και τις ικεσίες προς τον Θεό.
Το μαύρο πουλί πάνω από τα καστρότειχα μοιρολογεί την πορεία θανάτου . Οι πρώτοι φάνηκαν στον ορίζοντα: Μπροστά πάνε οι οικοδέσποινες , οι νοικοκυρές και τα κορίτσια κι από πίσω τις συνοδεύουν για προστασία οι άντρες, οι γέροι και τα παιδιά. Ο Θρήνος τους κινεί ακόμη και τα βουνά που μοιάζουν να ξεκινούν κι αυτά να μπουν στην πορεία.
Η πορεία των ανθρώπων μοιάζει με πορεία νεκρών που κρατούν εξαπτέρυγα στα χέρια και μαύρους ψηλούς σταυρούς.
Αναρωτιέται το μαυροπούλι ποιοι να ναι άραγε αυτοί που γέμισαν την στράτα της Ζύγαινας κι από τα δάκρυα τους την έκαμαν από δρόμο, ποτάμι και τα έλατα που ήπιαν από αυτό έγιναν κυπαρίσσια και η Ζύγαινα λύγισε κάτω από το βάρος του αβάσταχτου πόνου.
Σαν γέρος χιλιόχρονος πάει μπροστά το Καν κι από πίσω του ακολουθούν μικρές και μεγάλες πόλεις, χωριά και χωριουδάκια: Χάκαξα, Άτρα, Χάρσερα, Χερίανα, Άρδασα, Χόπσα..
Ο Αησέρτς μοιάζει να φυτρώνει ανθρώπους , το Γουλάτ ίσκιους και το Καρακαπάν μοιάζει πιο μαύρο κι από το όνομα του. Από εκεί περνούν με μπροστά το Σταυρίν, η Μούζαινα, το Παρτίν, η Βαρενού, το Λυκάστ, η Μασούρα και του Τρελλού Αγιώργη το χωριό με όλα τα κάστρα και τους τόπους που ολόγυρα ήσαν.

Ο Κασκαμπάς βούιξε και το Μετζίτ σείστηκε, στου Άη Παύλου το βουνό, μεγάλη μπόρα ξέσπασε, τα νερά στη Λιμνή ταράχθηκαν, φούσκωσαν και χύθηκαν προς τα έξω και γέμισαν μαύρο νερό τον τόπο.

Μέσα στο σκοτάδι έκλαιγε ο Άγιος Ζαχαρίας. Το κλάμα του σαν του φιδιού το σφύριγμα και της κόλασης τον αγέρα, γέμισε τα ρέματα. Το Σκοτάδι ένοιωσε το κλάμα και σηκώθηκε…

«Θεέ μ’! Τσ’ είναι π’ εφάνθανε κι εσέβανε ‘ς σην στράταν;»

Ελεύθερη περιγραφή: Λένα Σαββίδου.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου